- αχαιρέτιστος
- -η, -οεκείνος τον οποίο δε χαιρέτισαν: Ξέρω πως επίτηδες με άφησε αχαιρέτιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχαιρέτιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν απευθύνει κάποιος χαιρετισμό 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να χαιρετίσει κάποιος, αυτός που δεν θέλει να τον χαιρετούν 3. αυτός τον οποίο δεν επισκέφθηκαν στην ονομαστική του εορτή … Dictionary of Greek